- ακροφαίνομαι
- ακροφάνηκα, μόλις φαίνομαι, μόλις διακρίνομαι: Η στεριά, μακριά ακόμη, άρχισε να ακροφαίνεται.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ακροφαίνομαι — μόλις φαίνομαι, παρουσιάζομαι για λίγο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ακρο (ΙΙ) + φαίνομαι] … Dictionary of Greek